ιδιοπροσωπώ

ιδιοπροσωπώ
ἰδιοπροσωπῶ, -έω (Α) [ιδιοπρόσωπος]
(για πλανήτη) έχω ιδιαίτερη όψη σε σχέση με τον ήλιο και τη σελήνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”